κολπίας

κολπίας
ο (Α κολπίας) [κόλπος]
θαλάσσιος άνεμος που δημιουργείται γύρω από τα στόμια τών όχι και πολύ ανοιχτών κόλπων, κορφιάς
αρχ.
φρ. «κολπίας πέπλος» — πέπλος που ανασηκώνεται με τα χέρια, έτσι ώστε να σχηματίζει μεγάλες πτυχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολπίας — κολπίᾱς , κολπίας swelling in folds masc acc pl κολπίᾱς , κολπίας swelling in folds masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπία — κολπίᾱ , κολπίας swelling in folds masc nom/voc/acc dual κολπίας swelling in folds masc voc sg κολπίᾱ , κολπίας swelling in folds masc voc sg (attic) κολπίᾱ , κολπίας swelling in folds masc gen sg (doric aeolic) κολπίας swelling in folds masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολπίαν — κολπίᾱν , κολπίας swelling in folds masc acc sg (attic epic doric aeolic) κολπίας swelling in folds masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”